πλησιεδρία

πλησιεδρία
ἡ, Μ
πλήρης συνέλευση, απαρτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- τού πίμπλημι* «γεμίζω» (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + -εδρία (< -εδρος < ἕδρα), πρβλ. πρωτο-εδρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”